- Ἀπατούριος
- Ἀπατούριοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απατούριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τα Αλάβανδα της Καρίας. 2. Γαλάτης που δολοφόνησε μαζί με τον Νικάτορα τον βασιλιά της Συρίας Σέλευκο τον Σωτήρα, το 222 π.Χ … Dictionary of Greek
Ἀπατουρία — Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατούριος fem nom/voc/acc dual Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατούριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατουρία fem nom/voc/acc dual Ἀπατουρίᾱ , Ἀπατουρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατουρίας — Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατούριος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem acc pl Ἀπατουρίᾱς , Ἀπατουρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατουρίων — Ἀπατούρια the Apaturia neut gen pl Ἀπατούριος fem gen pl Ἀπατούριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατούριον — Ἀπατούρια the Apaturia neut nom/voc/acc sg Ἀπατούριος masc acc sg Ἀπατούριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… … Dictionary of Greek
Ἀπατουρίοις — Ἀπατούρια the Apaturia neut dat pl Ἀπατούριος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατουρίου — Ἀπατούρια the Apaturia neut gen sg Ἀπατούριος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατουρίᾳ — Ἀπατουρίᾱͅ , Ἀπατούριος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀπατουρίᾱͅ , Ἀπατουρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπατουρίῳ — Ἀπατούρια the Apaturia neut dat sg Ἀπατούριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)